- μερίδια
- μερίδιονsmall partneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
αμοιβαία κεφάλαια — Είδος χρηματοοικονομικής επένδυσης, στην οποία ο επενδυτής συμμετέχει σε ένα κοινό κεφάλαιο, το οποίο συγκροτείται βάσει της κείμενης νομοθεσίας και διαχειριστής του είναι μια ανώνυμη εταιρεία συγκεκριμένης μορφής. Τα α.κ. απαρτίζονται από… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ακλήρωτος — η, ο (Α ἀκλήρωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κληρώθηκε, δεν τέθηκε σε κλήρωση 2. αυτός που δεν διανεμήθηκε με κλήρο αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι 2. αυτός που δεν διανεμήθηκε σε κλήρους, σε μερίδια 3. επίρρ. ἀκληρωτεὶ ή τί … Dictionary of Greek
διακληρώ — διακληρῶ ( όω) δωρ. διακλαρόω (Α) 1. διαμοιράζω με κλήρο 2. διανέμω κτήμα σε κλήρους, χωρίζω σε μερίδια 3. ορίζω με κλήρο, επιλέγω με κλήρο … Dictionary of Greek
διαμερίζω — (AM διαμερίζω) διαχωρίζω, χωρίζω κάτι στα μέρη που τό αποτελούν αρχ. 1. μεσ. διαμερίζομαι διαμοιράζω («διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά του» μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους) 2. παθ. διαμερίζομαι α) αποχωρίζομαι από κάποιον λόγω έχθρας β) κόβομαι σε… … Dictionary of Greek
διαμοιρασμός — ο και διαμοίραση, η [διαμοιράζω] χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους … Dictionary of Greek
επιμερίζω — (AM ἐπιμερίζω) χωρίζω σε μερίδια, διαμοιράζω μσν. μέσ. ἐπιμερίζομαι μοιράζομαι κάτι με άλλον αρχ. 1. δίνω ως μερίδιο, κληρονομιά 2. αστρολ. καθορίζω πόσα χρόνια θα ζήσει κάποιος 3. αριθμώ, αναφέρω ξεχωριστά 4. γραμμ. εκφέρω μια λέξη που εκφράζει… … Dictionary of Greek
ισομοιράζω — ἰσομοιράζω (Μ) χωρίζω σε ίσα μερίδια … Dictionary of Greek
μεριτικός — μεριτικός, ή, όν (ΑM) [μερίτης] μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεριτικά τα μερίδια, τα μερτικά αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη … Dictionary of Greek